Ένας σημαντικός κλάδος της Παλαιοντολογίας είναι αυτός που ασχολείται με τα ασπόνδυλα, τους οργανισμούς δηλαδή που δεν έχουν σκελετό, εξωτερικο ή εσωτερικό.
Στα ασπόνδυλα κατατάσσονται οι Σπογγοι (PORIFERA), οι Στρωματοπόρες (STROMATOPOROIDEA), τα Κνιδόζωα (CNIDARIA), τα Βρυόζωα (BRYOZOA), τα Βραγχιονόποδα (BRACHIOPODA), οι Σκώληκες (VERMES), τα Μαλάκια (MOLLUSKA), τα Αρθροποδα (ARTHROPODA), τα Ημιχορδοτά (HEMICHORDATA), τα Εχινόδερμα (ECHINODERMATA) και άλλες μικρότερες ομάδες.
Στη συνέχεια θα αναλυθούν μερικές απο τις πιο σημαντικές συνομοταξίες:
Εξακοράλλια απο τη υποσυνομοταξία των CNIDARIA |
- Συνομοταξία Σπογγοι (PORIFERA).
Tα Ποροφόρα ή Σπόγγοι είναι ατελείς
πολυκύτταροι υδρόβιοι βενθονικοί οργανισμοί. Από εξελικτική άποψη αποτελούν
πρωτόγονα ζώα επειδή τα κύτταρά τους δρουν μεμονωμένα και όχι οργανωμένα για να
σχηματίσουν ειδικευμένες ομάδες κυττάρων (ιστοί-όργανα) όπως γίνεται σε άλλους
οργανισμούς. Στην πλειοψηφία τους είναι θαλάσσιοι μερικοί όμως έχουν
προσαρμοστεί σε γλυκά νερά.
Ζουν κατά αποικίες, κατά ομάδες ή
μεμονωμένα, προσκολλημένοι όμως πάντα σε στερεό υπόστρωμα (βράχια, όστρακα,
φυτά) και αποτελούν μέρος του θαλάσσιου βένθους. Παρουσιάζουν μεγάλη
προσαρμοστική ικανότητα. Συναντώνται σε ποικίλα περιβάλλοντα με διαφορετικές
συνθήκες θερμοκρασίας, φωτισμού, βάθους, ρευμάτων, πυκνότητα πληθυσμού, οπότε
και η αρχιτεκτονική τους (σχήμα, μορφή, μέγεθος) ποικίλλει και προσαρμόζεται
αντίστοιχα. Παρατηρούνται σπόγγοι με σχήμα Άμορφης μάζας, Επιφλοιωμένες ή
Επιχρίουσες μορφές αλλά και μορφές που πλησιάζουν διάφορα γεωμετρικά στερεά
όπως, Σφαιρικές, Κυλινδρικές, Κωνικές κ.ά.
Το σώμα των σπόγγων μοιάζει με μαλακό
σάκκο με δύο πόλους με το ένα άκρο προσκολλάται σε σταθερό υπόστρωμα ενώ στο
άλλο υπάρχει ένα άνοιγμα που λέγεται στόμιο εξόδου (Osculum)
και είναι το
μεγαλύτερο άνοιγμα στο σώμα του Σπόγγου. Στο εσωτερικό του σπόγγου
σχηματίζεται μια κοιλότητα η ψευδογαστρική κοιλότητα ή σπογγοκοιλότητα
(Cloaca)
η οποία καταλήγει στο Osculum. Σ’ όλο το σώμα διακρίνεται ένας μεγάλος αριθμός
πόρων, αγωγών και κοιλοτήτων, στους οποίους κυκλοφορεί το θαλασσινό νερό και
εξασφαλίζεται η διατροφή, η αναπνοή και η αναπαραγωγή. Η είσοδος του νερού
γίνεται από πολυάριθμα μικροσκοπικά ανοίγματα στην επιφάνεια του σπόγγου
μεγέθους ~ 50 μm τα οποία ονομάζονται πόροι εισόδου (Ostia). Η έξοδος του νερού
γίνεται από το στόμιο εξόδου (Osculum).
Οι σπόγγοι τρέφονται
“φιλτράροντας” σωματίδια τροφής από το θαλασσινό νερό
Οι Σπόγγοι έχουν
εσωτερικό σκελετό που αναπτύσσεται στην ενδιάμεση (μεσεγχυματική) στοιβάδα και
αποτελείται από μικρές βελόνες ή ραβδία μικροσκοπικού μεγέθους. Δύο τύποι
δομικών υλικών παρατηρούνται:
Κερατινοειδείς ίνες που αποτελούνται από
σπογγίνη μια σκληρή εύκαμπτη και ανθεκτική ορ-γανική ουσία που εκκρίνεται από
τους σπογγινοβλάστες.
Βελόνες ή σκληρίτες (Spicules) που είναι
κρυσταλλικά στοιχεία αποτελούμενα από CaCO3 ή SiO2 και εκκρίνονται από τους
σκληροβλάστες.
Οι σκελετός των σπόγγων
αποτελείται από ποικίλους συνδυασμούς των δομικών στοιχείων σε διάφορες
αναλογίες σχήματα και μεγέθη ώστε να σχηματίζονται πλέγματα και δίκτυα που
επαυξάνουν τη στερεότητα.
Παλαιοντολογικό
ενδιαφέρον έχουν οι σπόγγοι με Σκληριτικό σκελετό.
Οι Σπόγγοι εμφανίστηκαν
στο Κατώτερο Κάμβριο και ζουν μέχρι σήμερα. Η μέγιστη ανάπτυξή τους
παρουσιάστηκε κατά το Ιουρασικό-Κρητιδικό. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο
παλαιοντολογικό και οικολογικό ενδιαφέρον. Αν και η γεωλογική τους εξάπλωση
είναι μεγάλη χρησιμοποιούνται τοπικά σαν στρωματογραφικοί δείκτες σε
συγκεκριμένους ορίζοντες.Σε διάφορες Γεωλογικές
ηλικίες αποτέλεσαν σημαντικούς υφαλογόνους οργανισμούς.
2. Υποσυνομοταξία Κνιδόζωα (CNIDARIA)
Tα Κνιδόζωα είναι απλοί πολυκύτταροι
θαλάσσιοι οργανισμοί. Θεωρούνται λίγο πιο εξελιγμένοι οργανισμοί από τους
Σπόγγους, επειδή τα κύτταρά τους είναι οργανωμένα σε ιστούς οι οποίοι
διευθετούνται ακτινωτά. Το σώμα τους είναι σακκοειδές-κυλινδρικό και αποτελείται
από δύο στοιβάδες κυττάρων.
Την εξωτερική στοιβάδα ή εξώδερμα (ectoderm)
και την εσωτερική στοιβάδα ή ενδόδερμα (endoderm). Μεταξύ τους παρεμβάλλεται ένα
άμορφο ζελατινώδες στρώμα, η μεσογλοία (mesogloea), μ’ ένα υποτυπώδες νευρικό
δίκτυο. Στο εσωτερικό σχηματίζεται μια κοιλότητα η γαστρική κοιλότητα (enteron)
με πτυχωμένα εσωτερικό τοίχωμα έτσι ώστε να σχηματίζονται κατακόρυφες
μεσεντέριες πτυχές. Η γαστρική κοιλότητα έχει μόνο ένα άνοιγμα το στόμα το οποίο
επίσης χρησιμεύει και σαν έδρα. Το στόμα περιβάλλεται από ακτινωτά διαταγμένες
κεραίες για σύλληψη της τροφής.
‘Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κινδόζωων, από το οποίο πήραν το όνομά τους, είναι ότι στο εξώδερμά τους και ιδίως στις κεραίες, φέρουν ειδικά κύτταρα τα κνιδοκύτταρα. Τα κύτταρα αυτά διαθέτουν, μέσα σε ειδικές κύστεις τις νηματοκύστες, ένα τοξικό υγρό που σκοτώνει μικρούς οργανισμούς π.χ. ψαράκια και προκαλεί κνησμό (φαγούρα) σε μεγαλύτερους.
Ο κύκλος ζωής στα Κνιδόζωα παρουσιάζει ένα παροδικό πολυμορφισμό και οι οργανισμοί εμφανίζονται με δύο μορφές τη μορφή του στερεωμένου Πολύποδα (Polyp) και τη μορφή της ελεύθερης Μέδουσας (medusa).
Τα Κνιδόζωα εμφανίστηκαν στο Προκάμβριο και ζουν έως σήμερα. Είναι πολύμορφα ζώα και πολλά έχουν ασβεστολιθικό ή οργανικό σκελετό.
Υποδιαιρούνται σε τρεις Ομοταξίες:
Hydrozoa (Προκάμβριο-Σήμερα)
Scyphozoa (Προκάμβριο-Σήμερα)
Anthozoa (Προκάμβριο-Σήμερα)
Scyphozoa (Προκάμβριο-Σήμερα)
Anthozoa (Προκάμβριο-Σήμερα)
3. Συνομοταξία Βραγχιονόποδα (BRACHIOPODA)
Tα βραχιονόποδα είναι μη μετακινούμενοι θαλάσσιοι βενθόβιοι οργανισμοί. Φέρουν κέλυφος αποτελούμενο από δύο άνισες αλλά με αμφίπλευρη συμμετρία θυρίδες. Εξωτερικά τα βραχιονόποδα μοιάζουν με τα Δίθυρα Μαλάκια, αλλά πρόκειται για εντελώς διαφορετικούς οργανισμούς. Τρέφονται φιλτράροντας σωματίδια τροφής από το νερό.
Το όστρακο των βραχιονοπόδων είναι
χιτινοφωσφορικής ή ασβεστιτικής σύστασης. Αποτελείται από δύο θυρίδες: την
Ραχιαία θυρίδα (Dorsal ή Brachial valve) που βρίσκεται πάνω και συνήθως είναι
μικρότερη και την κοιλιακή θυρίδα (Ventral ή Pedicle
valve) που βρίσκεται κάτω
και είναι μεγαλύτερη. Το όστρακο στηρίζεται στον πυθμένα της θάλασσας μ’ ένα
μίσχο (pedicle) που εξέρχεται είτε από ένα Τρήμα (Foramen) κοντά στο
Σπόνδυλο (Umbo)
της κοιλιακής θυρίδας, είτε από ένα άνοιγμα μεταξύ των δύο θυρίδων στο χώρο του
κλείθρου. Η στήριξη επίσης μπορεί να γίνει με το βάρος ή με προσκόλληση. Το
μέγεθος του οστράκου ποικίλλει από λίγα mm έως ~ 30 cm (Gigantoproductus). Στο
εσωτερικό του οστράκου προφυλάσσονται τα μαλακά μέρη του ζώου και συναντάται ένα
ιδιαίτερο όργανο αναπνοής-διατροφής, η Λοφοφόρος, όπως επίσης ζεύγη προσαγωγών
και απαγωγών μυών για το ανοιγοκλείσιμο των θυρίδων.
Η συναρμογή των θυρίδων γίνεται στο κλείθρο.
Διακρίνονται δύο ομάδες βραχιονόποδων.
Αρθρωτά (Articulata) φέρουν άρθρωση και σύστημα μυών για
το ανοιγοκλείσιμο των θυρίδων, με 2 οδόντες στην κοιλιακή θυρίδα και 2
αντίστοιχες κοιλότητες (βοθρία) στη ραχιαία.
Άναρθρα (Inarticulata) δεν φέρουν δόντια αλλά μόνο σύστημα μυών.
Οι σκώληκες είναι μια μεγάλη ομάδα ζώων με γυμνό μαλακό σώμα. Απολιθώματά τους είναι σπάνια και αναφέρονται μόνο αποτυπώματά τους ή ιχνοαπολιθώματά τους (Nereites). Η μόνη ομάδα που παρουσιάζει παλαιοντολογικό ενδιαφέρον είναι η υποσυνομοταξία Annelida και ιδιαίτερα η οικογένεια Serpulae.
Οι Σέρπουλες (Serpulae) είναι θαλάσσιοι
πολύχαιτοι σκώληκες, ζουν από τον Κάτω Παλαιοζωικό (Ορδοβίσιο) μέχρι σήμερα και
παρουσιάζουν μια ιδιομορφία: σχηματίζουν σωληνοειδές περίβλημα από CaCO3
ή από συγκολλημένους κόκκους άμμου. Το περίβλημα αυτό προσκολλάται σε σταθερά
υποστρώματα (πέτρες, κελύφη) ή είναι ελεύθερο και αποτελείται από ένα ελαφρά
κωνικό επιμήκη σωλήνα που μπορεί να φέρει πώμα. Ο σωλήνας έχει κυκλική ή
πολυγωνική τομή και μερικές φορές φέρει εξωτερική ανάγλυφη διακόσμηση από
αύλακες, προεξοχές, ραβδώσεις ή είναι λείος.
5. Συνομοταξία Μαλάκια (MOLLUSKA)
Ζώα αμφίπλευρης συμμετρίας με ή δίχως κεφαλή. Είναι υδρόβια ζώα και φέρουν βράγχια. Το δέρμα τους πτυχώνεται σχηματίζοντας τον Μανδυακό σάκκο μέσα στον οποίο περικλείονται όλα τα μαλακά τους μέρη και τα σπλάχνα τους. Ο Μανδύας εκκρίνει ασβεστιτική ουσία και σχηματίζει όστρακο μέσα στο οποίο περικλείεται για προστασία το ζώο. Το όστρακο αποτελείται είτε από ένα τμήμα (Μονοπλακοφόρα, Γαστερόποδα, Κεφαλόποδα, Σκαφόποδα), είτε από δύο (Δίθυρα), είτε από περισσότερα τμήματα (Αμφίνευρα) και εμφανίζεται με διάφορα σχήματα. Στην πλειοψηφία τους τα όστρακα είναι εξωτερικά μερικά όμως μαλάκια φέρουν εσωτερικό όστρακο, ενώ άλλα στερούνται οστράκου.
Το όστρακο των Μαλακίων είναι το μόνο
τμήμα τους που απολιθώνεται και η μορφολογία του είναι σημαντική στον
προσδιορισμό των απολιθωμάτων.
Τα Μαλάκια είναι από τις πιο
διαφοροποιημένες συνομοταξίες ασπονδύλων περιλαμβάνουν ζώα που με πρώτη ματιά
φαίνονται τόσο διαφορετικά που θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσχετα μεταξύ τους (Σχ.
22). Εμφανίστηκαν στο Κάμβριο και ζουν μέχρι σήμερα με πληθώρα γενών. Είναι ζώα
θαλάσσια, ελάχιστα ζουν σε γλυκά νερά (Δίθυρα, Γαστερόποδα), ενώ μόνο μια ομάδα
(Πνευμονοφόρα-Γαστερόποδα) έχει προσαρμοστεί στη χερσαία διαβίωση.
Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 0.5 mm
έως 5 m ή μεγαλύτερο. Αναφέρεται ότι το γιγαντιαίο καλαμάρι Architeuthis που ζει
σήμερα έχει μήκος πλοκαμιών > 15 m.
Η συνομοταξία Μαλάκια περιλαμβάνει τις
εξής Ομοταξίες:
Monoplacophora (Κάμβριο-Σήμερα)
Amphineura (Α. Κάμβριο-Σήμερα)
Scaphopoda (Ορδοβίσιο-Σήμερα)
Bivalvia (Ορδοβίσιο-Σήμερα)
Rostroconchia (Κ. Κάμβριο-Πέρμιο)
Gastropoda (Κάμβριο-Σήμερα)
Cephalopoda (Α. Κάμβριο-Σήμερα).
Amphineura (Α. Κάμβριο-Σήμερα)
Scaphopoda (Ορδοβίσιο-Σήμερα)
Bivalvia (Ορδοβίσιο-Σήμερα)
Rostroconchia (Κ. Κάμβριο-Πέρμιο)
Gastropoda (Κάμβριο-Σήμερα)
Cephalopoda (Α. Κάμβριο-Σήμερα).
ΟΜΟΤΑΞΙΑ ΔΙΘΥΡΑ (BIVALVIA)
Μαλάκια που δεν έχουν κεφαλή. Φέρουν
όστρακο αποτελούμενο από δύο ασβεστιτικής σύστασης θυρίδες, μέσα στο οποίο
περικλείονται όλα τα μαλακά μέρη. ‘Εχουν αμφίπλευρη συμμετρία. Είναι θαλάσσια
βενθονικά (επι- και ενδοβενθονικά) ζώα ενώ μερικά έχουν προσαρμοστεί στα γλυκά
νερά (Unio, Anodonta).
Τα Δίθυρα τρέφονται φιλτράροντας
σωματίδια τροφής από το θαλασσινό νερό (μικροφάγα ζώα).
Τα παλαιότερα Δίθυρα αναφέρονται στο Μέσο Ορδοβίσιο και ανήκουν στα Παλαιοταξόδοντα. Οι διάφοροι όμως ερευνητές αναζήτησαν τους προγόνους των Διθύρων σε παλαιότερες εποχές. ‘Ετσι το γένος Fordilla του Μέσου Καμβρίου θεωρήθηκε σαν προγονικό πολύ μικρού μεγέθους Δίθυρο επειδή έχει κλείθρο με ένα δόντι και ένα βοθρίο σε κάθε θυρίδα και οπισθοδετικό σύνδεσμο.
Τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν και άλλες
προγονικές μορφές Διθύρων όπως η Tuarangia στο Μ. Κάμβριο της Ν. Ζηλανδίας και
το μικροσκοπικό (1 mm) γένος Pojetaia στο Κ. Κάμβριο της Αυστραλίας.
Από το Μ. Ορδοβίσιο αρχίζει η ανάπτυξη
και εξάπλωση των Διθύρων. Εμφανίζονται οικογένειες με Ταξοδοντικά, Δυσοδοντικά ή
πρωτόγονα Ετεροδοντικά κλείθρα. Εμφανίζονται επίσης και οι πρώτες
διαφοροποιημένες στον τρόπο ζωής τους μορφές (Επιβενθονικές, Ενδοβενθονικές, με
βύσσο).
Στο Μέσο Ορδοβίσιο βρέθηκαν και Δίθυρα
που είχαν ομοιότητες με άλλες Ομοταξίες. ‘Ετσι το γένος Babinka από την
Τσεχοσλοβακία έχει ισομυάριο κέλυφος. Το παράξενο όμως είναι ότι φέρει και άλλα
μυϊκά αποτυπώματα που μοιάζουν με τα μυϊκά αποτυπώματα του Μονοπλακοφόρου Neopilina. Το στοιχείο αυτό αφήνει ανοικτή την υπόθεση για φυλλογέννεση των
μαλακίων από άλλες πηγές. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η παρουσία του ποδιού
έδωσε στα Παλαιοζωϊκά Δίθυρα ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των Βραχιονοπόδων.
Τα Δίθυρα είχαν δυνατότητα μετακίνησης άρα και μεγαλύτερες πιθανότητες
εποικισμού-εξάπλωσης ενώ τα Βραχιονόποδα όχι.
Στην αρχή του Μεσοζωϊκού παρατηρείται
μια δεύτερη μεγάλη εξάπλωση των Διθύρων, η οποία συνεχίστηκε και στον Καινοζωϊκό.
Η μεγάλη αυτή διάδοση αποδόθηκε στην ικανότητα των Δίθυρων να σκάβουν.
Εμφανίζονται και εξαπλώνονται πολλά νέα Ετεροδοντικά και Δεσμοδοντικά Δίθυρα. Τα
Δίθυρα αυτά είχαν ανεπτυγμένους σίφωνες οπότε μπορούσαν να προ-φυλάσσονται
βαθειά κάτω από την επιφάνεια του πυθμένα (Mya, Tellina), ή ζούσαν σε μικρό
βάθος αλλά μπορούσαν να σκάβουν γρήγορα (Cerastoderma, Donacilla,
Donax).
Κάποιες όμως ομάδες Διθύρων δείχνουν αξιοσημείωτη σταθερότητα και παραμένουν
σχεδόν ίδια από τότε που εμφανίστηκαν όπως τα Glycymeridae που εμφανίστηκαν από
το Κρητιδικό και ζουν μέχρι σήμερα δίχως σημαντική μορφολογική εξέλιξη. Και τα
Trigoniidae που έζησαν επίσης στο Μεσοζωϊκό αλλά στο τέλος του Κρητιδικού σχεδόν
εξαφανίστηκαν και σήμερα ζει μόνο το γένος Neotrigonia, επίσης δίχως σημαντική
μορφολογική εξέλιξη.
Τα Glycymeridae σήμερα παρουσιάζουν
εξάπλωση. Τα Trigoniidae τείνουν να εξαφανιστούν. Και οι δύο οικογένειες ζουν σε
παρόμοια περιβάλλοντα. Πιστεύεται ότι η επιβίωση των Glycymeridae οφείλεται στη
συντηρητική μορφή του κελύφους, ενώ η εξαφάνιση των Trigoniidae οφείλεται στη
μεγάλη μορφολογική διαφοροποίηση του κελύφους τους.
Για τη μελέτη των απολιθωμένων Δίθυρων
χρησιμοποιούνται συγκριτικά χαρακτηριστικά των αρτίγονων. Αυτό όμως πολλές φορές
έχει προκαλέσει, ιδίως σε ομάδες Δίθυρων που έχουν εξαφανιστεί, ένα τεχνητό
χαρακτήρα ταξινόμησης που πιθανότατα να μην υφίσταται στην πραγματικότητα. Είναι
δε πολύ πιθανόν με τη χρήση ομοιόμορφων χαρακτηριστικών να τοποθετήθηκαν στην
ίδια ομάδα γένη ή είδη δίχως καμιά πραγματική συγγένεια. Η μελέτη της
φυλογενετικής εξέλιξης των Διθύρων δείχνει μια τάση αύξησης του μεγέθους του
οστράκου από τις μικρού μεγέθους μορφές του Παλαιοζωϊκού σε όλο και μεγαλύτερα
μεγέθη κατά το Μεσοζωϊκό και τον Καινοζωϊκό.
Δίθυρα της Ελλάδας
Παλαιοζωϊκά Δίθυρα όπως και τα
αντίστοιχα ιζήματα δεν είναι πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα.
Στα Μεσοζωϊκά όμως ιζήματα τα οποία
έχουν μεγάλη εξάπλωση βρέθηκαν άφθονα Δίθυρα όπως Halobia σε ‘Ανω Τριαδικά
ιζήματα βαθειάς θάλασσας της ζώνης Ωλονού Πίνδου. Megalodon σε Τριαδικούς
ασβεστόλιθους Λοκρίδα, Χίος, Πελοπόννησος, Κρήτη. Posidonia σε Ιουρασικά ιζήματα
στην ‘Ηπειρο, Ιόνιο, Δ. Ελλάδα, Ρόδο. Myophoria σε Τριαδικούς ασβεστόλιθους.
Στους Κρητιδικούς ασβεστόλιθους επίσης
έχουν βρεθεί Requienia, Toucasia, Ιδιαίτερα οι Ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι έχουν
μεγάλη εξάπλωση με Hippurites (H. giganteus, H. atheniensis, H. archiarci, H.
gaudryi, H. variabilis) Radiolites, Exogyra...)
Τα καινοζωϊκά ιζήματα είναι ιδιαίτερα
πλούσια σε Δίθυρα Ostrea, Pecten, Chlamys, Venus, Cardium,
Cardita, Tellina,
Amusium, Flapelipecten... με ιδιαίτερα είδη χαρακτηριστικά για το Παλαιογενές,
το Νεογενές και το Πλειστόκαινο.
Σημαντική είναι επίσης η παρουσία
υφάλμυρων πανίδων προέλευσης Παρατηθύος με τα γένη Limnocardium, Monodacna,
Prosodacna, Congeria, Dreissena. Όπως επίσης και η παρουσία λιμναίων πανίδων σε ενδοορεινές κλειστές λεκάνες (Πτολεμαΐδα, Μεγαλόπολη, Θεσσαλία) με
Unio,
Anodonta, Corbicula.
ΟΜΟΤΑΞΙΑ GASTROPODA
Διαθέτουν κυκλοφορικό, νευρικό,
γεννητικό σύστημα και αναπνέουν με βράγχια. Είναι ζώα γονοχωριστικά αλλά μερικά
είναι ερμαφρόδιτα.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι το
μεγάλο πόδι τους, το οποίο χρησιμοποιούν για κίνηση, ερπυσμό, προσκόλληση,
σκάψιμο, κολύμβηση.
Όλα τα μαλακά τους μέρη περικλείονται
από τον μανδύα, ο οποίος σχηματίζει όστρακο ασβεστιτικής σύστασης για προστασία
του ζώου.
Τα Γαστερόποδα είναι υδρόβια Μαλάκια
και στην πλειοψηφία τους είναι θαλάσσια. Έχουν όμως επεκταθεί και σε γλυκά νερά.
Μια ομάδα τους, τα Πνευμονοφόρα έχουν τροποποιήσει την μανδυακή τους κοιλότητα
σε είδος πνεύμονα και έχουν προσαρμοστεί στη χερσαία διαβίωση. (Ηelix, Clausilia,
Chondrula). Τα Πνευμονοφόρα είναι τα μόνα Μαλάκια που προσαρμόστηκαν στην
χερσαία διαβίωση. Μερικά από τα Πνευμονοφόρα έχουν προσαρμοστεί δευτερογενώς σε
γλυκά νερά. (Lymnaea, Radix, Physa, Planorbis).
Τα Γαστερόποδα είναι βενθονικά ζώα,
στην πλειοψηφία τους επιβενθονικά, παρατηρούνται όμως και ενδοβενθονικές μορφές
που σκάβουν στα ιζήματα του πυθμένα. Μια ομάδα θαλάσσιων Γαστερόποδων, τα
Πτερόποδα είναι πλαγκτονικά.
Τα Γαστερόποδα είναι μακροφάγα ζώα,
δηλαδή λαμβάνουν απευθείας την τροφή τους και την τεμαχίζουν με την μασητική
τους συσκευή (Radula) σε αντίθεση με τα Δίθυρα που φιλτράρουν σωματίδια τροφής
από το νερό (μικροφάγα ζώα). Είναι ζώα Φυτοφάγα, Σαρκοφάγα, Πτωματοφάγα. Μερικά
είναι θηρευτές (Conus). Ενώ διακρίνουμε και Διατρητικά Γαστερόποδα (Murex,
Natica, Buccinum) τα οποία μπορούν να διατρυπούν τα κελύφη άλλων μαλακίων και να
τρώνε τα μαλακά τους μέρη. Οι οπές που αφήνουν αυτά τα Γαστερόποδα
χαρακτηρίζονται σαν ιχνοαπολιθώματα διατροφής. Έχει παρατηρηθεί ότι η Γεωμετρία
των οπών είναι διαφορετική σε κάθε οικογένεια. Οι οπές από άτομα των Naticacea
είναι σφαιρικής μορφής ενώ οι οπές των Muricacea είναι κωνικής μορφής.
ΟΜΟΤΑΞΙΑ ΚΕΦΑΛΟΠΟΔΑ (CEPHALOPODA)
Έχουν ιδιόμορφο σώμα με ανεπτυγμένο
κεφάλι το οποίο φέρει πλοκάμια. Ονομάστηκαν κεφαλόποδα επειδή τα πλοκάμια τους
θεωρήθηκαν πόδια. Τα πλοκάμια διατάσσονται κυκλικά και είναι οπλισμένα με
μυζητικές κοτύλες (βεντούζες), άγκιστρα ή όνυχες για τη σύλληψη της τροφής. Ο
αριθμός των πλοκαμιών στα σημερινά κεφαλόποδα κυμαίνεται: 8 (χταπόδι), 10
(σουπιές-καλαμάρια) ή 38 (ναυτίλος). Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα
το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη (το σχήμα του θυμίζει ράμφος παπαγάλου) για
τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική συσκευή (Radula).
Τα κεφαλόποδα επίσης φέρουν εγκέφαλο,
πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα (το πιο ανεπτυγμένο μεταξύ των ασπονδύλων) και
πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια, που μπορούν να συγκριθούν με τα μάτια των
σπονδυλωτών.
6. Συνομοταξία ARTHROPODA
Οργανισμοί αμφίπλευρης συμμετρίας που φέρουν Εξωσκελετό το σώμα τους χωρίζεται σε μεταμερίδια και έχουν αρθρωτά άκρα, απ’ όπου και η ονομασία τους. Ο εξωσκελετός αποτελείται από χιτίνη, ή από χιτίνη και διάφορα άλατα ανθρακικού και φωσφορικού ασβεστίου οπότε σχηματίζεται σκληρό ανθεκτικό κέλυφος. Τα αρθρόποδα είναι μια πολύ μεγάλη ομάδα ζώων (αράχνες, έντομα, καρκινοειδή....) η πιο πολυπληθής σήμερα στη Γη (~ 1/4 των σημερινών ζώων). Το μέγεθός τους ποικίλλει από 0.1 mm έως και 3-4 m το σύνηθες όμως είναι 0.5-5 cm.
Εμφανίζονται από το Κάμβριο και ζουν
μέχρι σήμερα παρουσιάζοντας τη μέγιστη ανάπτυξή τους, έχουν δε προσαρμοστεί σ’
όλα τα περιβάλλοντα (υδρόβια, αερόβια, χερσόβια). Τα αρθρόποδα περιλαμβάνουν
πάρα πολλές υποδιαιρέσεις και ομάδες ζώων (αράχνες, έντομα, καρκινοειδή,
τριλοβίτες.....). Παλαιοντολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα φέρουν σκληρό
ασβεστιτικό κέλυφος.
Τα Οστρακώδη (Ostracoda) είναι
μικροσκοπικά υδρόβια αρθρόποδα μορφής “φασολιού” που έχουν ασβεστιτικό κέλυφος
αποτελούμενο από δύο θυρίδες, ζουν σε διάφορα περιβάλλοντα (θάλασσα,
υφάλμυρα-γλυκά νερά) και εξετάζονται από την Μικροπαλαιοντολογία.
Τα Θυσσανόποδα (Cirripedia) είναι
θαλάσσια αρθρόποδα μεγέθους 1 - 30 mm που έχουν μετατραπεί σε προσκολημένες
μορφές. Έχουν μορφή κόλουρου κώνου και προσκολλώνται σε σταθερά υποστρώματα
(πέτρες, όστρακα), τυπικός αντιπρόσωπος Balanus (Ολιγόκαινο - Σήμερα).
Το κύριο όμως παλαιοντολογικό
ενδιαφέρον στα Αρθρόποδα, εντοπίζεται στους Τριλοβίτες.
ΟΜΟΤΑΞΙΑ TRILOBITA
Κατά μήκος διακρίνουμε:
Κεφαλική ασπίδα-Θώρακα-Πυγίδιο
Κατά πλάτος διακρίνουμε:
Πλευρικό τμήμα (Abdomen)-Ράχη ή ‘Ατρακτος (Rachis)-Πλευρικό τμήμα
Κατά πλάτος διακρίνουμε:
Πλευρικό τμήμα (Abdomen)-Ράχη ή ‘Ατρακτος (Rachis)-Πλευρικό τμήμα
Γεωλογική σημασία Τριλοβιτών
Οι Τριλοβίτες εμφανίστηκαν στο Κατώτερο
Κάμβριο αναπτύχθηκαν πάρα πολύ κατά το Ορδοβίσιο-Σιλούριο ενώ στο Πέρμιο αρχίζει
σημαντική μείωσή τους. Οι τελευταίοι Τριλοβίτες (Proetida) εξαφανίστηκαν με το
τέλος του Παλαιοζωϊκού.
Είναι χαρακτηριστικά απολιθώματα του
Κάτω Παλαιοζωϊκού. Πάνω από 2.000 είδη τους είναι γνωστά. Παρουσιάζουν παγκόσμια
εξάπλωση. Χρησιμοποιούνται για λεπτομερή στρωματογραφική διαίρεση. Στο Κάμβριο
οι βιοζώνες βασίζονται αποκλειστικά στους Τριλοβίτες. Π.χ. στη Βαλτική
εμφανίζονται 13 βιοζώνες τριλοβιτών. Στο Ορδοβίσιο που οι βιοζώνες βασίζονται
κυρίως στους γραπτόλιθους (ιζήματα βαθειάς θάλασσας) στις παράκτιες αποθέσεις
χρησιμοποιούνται Τριλοβίτες και βραχιονόποδα.
Μετά το Ορδοβίσιο έως το Δεβόνιο οι
Τριλοβίτες έχουν σημασία μόνο σε τοπικής κλίμακας συσχετίσεις.
Οι εξελικτικές τάσεις που παρατηρούνται
στους τριλοβίτες είναι:
• Εμφάνιση νέου τύπου οφθαλμών
• Βελτίωση του μηχανισμού άρθρωσης και συσφαιροποίησης
• Αλλαγή από Μικρόπυγες σε Ισόπυγες μορφές.
• Βελτίωση του μηχανισμού άρθρωσης και συσφαιροποίησης
• Αλλαγή από Μικρόπυγες σε Ισόπυγες μορφές.
Στην Ελλάδα ο μόνος τριλοβίτης που έχει
βρεθεί μέχρι τώρα είναι ο Harpes crassifrons από το Κάτω Σιλούριο της Βόρειας
Χίου.
ΟΜΟΤΑΞΙΑ GRAPTOLITHINA
Οι Γραπτόλιθοι είναι εξαφανισμένοι θαλάσσιοι, μικρού μεγέθους, ζωικοί οργανισμοί. ‘Εζησαν στον Κατώτερο Παλαιοζωϊκό και αποτελούν χαρακτηριστικά απολιθώματα. Δεν έχουν σκληρό κέλυφος αλλά οργανικό περίβλημα και απολιθώνονται με Απανθράκωση.
Σχηματίζουν αποικίες, μορφής λεπτού μικρού πριονιού, οι
οποίες ονομάζονται ραβδόσωμα. Μικροσκοπική εξέταση καλοδιατηρημένων δειγμάτων
και φωτογράφηση με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έδειξε με μεγάλη λεπτομέρεια τη λεπτή
δομή και πολυπλοκότητα κατασκευής του ραβδοσώματος.
Οι απολιθωμένοι γραπτόλιθοι ανευρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε μαύρους αργιλικούς σχιστόλιθους. Τα απολιθώματά τους όμως είναι είναι ισχυρά συμπιεσμένα και εμφανίζονται με μορφή λεπτών υμένων άνθρακα. Καλοδιατηρημένοι γραπτόλιθοι έχουν βρεθεί σε ασβεστόλιθους, αλλά είναι σπάνιοι. Διάλυση τέτοιων ασβεστόλιθων με ειδικές χημικές ουσίες έδωσε πολύ καλά δείγματα για μελέτη στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Η ανεύρεση Γραπτολίθων σχεδόν μόνο μέσα σε μαύρους αργιλικούς σχιστόλιθους ήταν η αιτία για τη διατύπωση της θεωρίας ότι οι Γραπτόλιθοι ζούσαν σε βαθειά νερά όπου σχηματίζονταν μαύροι σχιστόλιθοι (Γραπτολιθική φάση). Τα τελευταία χρόνια όμως έγινε φανερό ότι η πλειοψηφία των γραπτολίθων ήταν πλαγκτονικά ζώα άρα θα μπορούσαν να ζουν σχεδόν παντού. Η ανεύρεσή τους δε μόνο μέσα σε μαύρους σχιστόλιθους οφείλονταν καθαρά σε λόγους διατήρησης-απολίθωσης. Δεν είναι όμως απαραίτητο ότι όπου έχουμε μαύρους σχιστολίθους του Κάτω Παλαιοζωϊκού ότι θα έχουμε και Γραπτόλιθους.
Οι Γραπτόλιθοι αφθονούν στο Ορδοβίσιο-Σιλούριο και
αποτελούν χαρακτηριστικά απολιθώματα. Κυριώτερο μειονέκτημα είναι η δυσκολία
ανεύρεσης καλοδιατηρημένων δειγμάτων για προσδιορισμό.
Στην Ελλάδα Γραπτόλιθοι βρέθηκαν στο Κ. Σιλούριο της Β.
Χίου με τα γένη Monograptus, Diplograptus, Climacograptus.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου